κλυστήρας

κλυστήρας
ο (AM κλυστήρ) [κλύζω]
ειδική συσκευή με την οποία εγχέεται υγρό σε κοιλότητες τού σώματος για καθαρισμό τους
αρχ.
υγρό που εισάγεται σε σωματική κοιλότητα με την ομώνυμη συσκευή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλυστήρας — κλυστήρας, ο και κλυστήρι, το συσκευή που χρησιμεύει για εισαγωγή υγρού σε κοιλότητες του σώματος για θεραπευτικό σκοπό, κλύσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλυστῆρας — κλυστήρ clyster pipe masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενετήρας — ο (Α ἐνετήρ) [ενίημι] νεοελλ. δοχείο λαδιού με μακρύ ράμφος για λίπανση μηχανής, λαδωτήρι αρχ. 1. ο σωλήνας τού κλυστηριού*, κλυστήρας* 2. βλητική πολιορκητική μηχανή …   Dictionary of Greek

  • κλυστήρι — το (AM κλυστήριον) (νεοελλ. μσν.) 1. κλυστήρας* 2. κλύσμα* αρχ. κλυστηρίδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυστήρ + υποκορ. κατάλ. ι(ον), πρβλ. ποτήρ ι(ον), ποτιστήρ ι(ον)] …   Dictionary of Greek

  • κλυστηρίδιον — κλυστηρίδιον, τὸ (Α) μικρός κλυστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυστήρ + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βο ΐδιον, παιγν ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • κλύσμα — το (AM κλύσμα) [κλύζω] το υγρό που εισάγεται με κλυστήρα σε σωματική κοιλότητα για καθαρισμό της και, κυρίως, για καθαρισμό τών εντέρων νεοελλ. 1. ο καθαρισμός τών εντέρων με την έγχυση υγρού με ειδική συσκευή η οποία απολήγει σε κατάλληλο ρύγχος …   Dictionary of Greek

  • σερβιτσάλι — και σερβιτσιάλι και σερβιτσιάλο, το, Ν (ξεν. λ.) κλυστήρας, κλύσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. serviziale] …   Dictionary of Greek

  • κλύσμα — το, ατος 1. το υγρό που χύνεται με τον κλυστήρα σε κοιλότητα του σώματος. 2. κλυστήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”